Καλησπέρα!
Αρχίζει το ματς, αδειάσαν οι δρόμοι…η ώρα ζυγώνει, αρχίζει το ματς …
Εδώ και τέσσερις ημέρες, ο κόσμος ζει στους ρυθμούς της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης του πλανήτη, του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου ή αλλιώς Μουντιάλ. Κάθε τέσσερα χρόνια, για έναν και μόνο μήνα, έρχεται αυτή η «γιορτή» που μας χαρίζει στιγμές ποδοσφαιρικής ευφυΐας και έκρηξης συναισθημάτων, με τρόπο που μόνο ίσως μια τέχνη μπορεί να μεταδώσει.
Αν έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί συμβαίνει αυτός ο παροξυσμός με το Μουντιάλ, η απάντηση είναι πάντα αυθόρμητη: απλά συμβαίνει! Αν όμως το καλοσκεφτεί κανείς, υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένοι λόγοι.
Κατά πρώτον, ακριβώς επειδή η διοργάνωση γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια, η προσμονή αλλά και η σημασία των αγώνων είναι μεγάλη, όχι μόνο για τον κόσμο αλλά και για τους ίδιους τους παίκτες. Οι τελευταίοι, φορώντας το εθνόσημο, παίζουν πιο πολύ «για τη φανέλα» απ’ ό,τι για έναν σύλλογο, ενώ δημιουργείται και μια ψυχική σύνδεση με το λαό κάθε εθνικής ομάδας που, χωρίς διαχωριστικές γραμμές, τους ακολουθεί. Τέλος, οι μουντιαλικές ομάδες δεν εκφράζουν το πορτοφόλι του εκάστοτε ιδιοκτήτη ενός συλλόγου που αγοράζει και πουλάει το έμψυχο δυναμικό. Η χώρα οφείλει να παίξει με αυτούς που έχει (οι Γάλλοι με Γάλλους, οι Ρώσοι με Ρώσους κοκ.) και αυτό δίνει μια πιο ρομαντική, ίσως και ρετρό αίσθηση στη διοργάνωση.
Έχοντας λοιπόν αυτές τις σκέψεις στο μυαλό και αγαπώντας το ποδόσφαιρο και την κουλτούρα του, τον περασμένο Ιανουάριο βρισκόμουν σε αναζήτηση ταξιδιωτικού προορισμού, μέχρι που πρόσεξα ότι η έδρα του Tελικού του Κυπέλλου Ευρώπης (γνωστότερου ως Champions League) που θα γίνοταν το Μάιο, ήταν το Κίεβο. Χάρη κυρίως σε ένα ταξίδι την περυσινή άνοιξη στη Γεωργία, η Ανατολική Ευρώπη με έχει κερδίσει. Ίσως είναι η αίσθηση του ανεξερεύνητου που σου δίνει την αφορμή να ικανοποιήσεις μια περιέργεια – αντίστοιχη με αυτή του περιηγητή που αναζητά «εξωτικούς» προορισμούς -. Ίσως πάλι σε εξιτάρει το γεγονός ότι ταξιδεύεις σε πόλεις και χώρες που συνειρμικά έχουν συνδεθεί στο μυαλό σου με πολεμικές ανταποκρίσεις (και η Ουκρανία είναι μία από αυτές). Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση ελήφθη.
Το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη είναι περίπου δύο ώρες ενώ το αεροδρόμιο, το Boryspyl, απέχει μόλις 35 χιλιόμετρα από την πόλη. Έτσι, χωρίς κόπο και με πολλή όρεξη έφτασα στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας.
◊ Τόπος
Το Κίεβο των τριών εκατομμυρίων κατοίκων εκπέμπει μια γοητεία, από τη στιγμή που θα ξεκινήσεις να το περπατάς. Αν και, ειδικά στα προάστια, δεν λείπουν τα τσιμεντένια μπλοκ των σοβιετικού τύπου πολυκατοικιών, στο κέντρο, τα μεγάλα και σύγχρονα νεοκλασικά κτίρια παντρεύονται αρμονικά με τους μεγαλοπρεπείς ναούς και τα μοναστήρια. Αυτή η συνύπαρξη έχει την εξήγησή της στην ιστορία: Μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς ο Σοβιετικός στρατός υποχωρώντας από το Κίεβο, ανατίναξε τα περισσότερα κτίρια του κέντρου, αλλά όχι τις εκκλησίες.
Η εικόνα της Πλατείας Ανεξαρτησίας (Maidan Nezalezhnosti) είναι από τις πιο χαρακτηριστικές που κρατά κάποιος σε αυτό το ταξίδι. Τίποτα, πέρα από κάποια σχετικά μνημεία και επιγραφές, δε θυμίζει πως εδώ ήταν το επίκεντρο των διαδηλώσεων, το Νοέμβριο του 2013, κατά του προέδρου Γιανούκοβιτς για την απόρριψη συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη φιλορωσική πολιτική του. Οι αντιδράσεις και οι θανατηφόρες συγκρούσεις που ακολούθησαν έχουν αφήσει μέχρι σήμερα το στίγμα τους, αφού ο πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία εξακολουθεί να μαίνεται αφότου η Ρωσία προσάρτησε την περιοχή της Κριμαίας λίγους μήνες αργότερα.
Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος την πρόσφατη ιστορία, δε μπορώ να μην αναφέρω τα μοναδικής ομορφιάς μνημεία ναοδομίας, ψηφιδωτών και αγιογραφιών. Η Μονή Αγίου Μιχαήλ με τους χρυσούς τρούλους, o Ναός της Αγίας Σοφίας με τους κήπους και το χρυσό καμπαναριό, ο μπαρόκ Ναός του Αγίου Ανδρέα, η Χρυσή Πύλη, η Λαύρα των Σπηλαίων, ο Ναός του Αγίου Βλαδίμηρου με το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα αξίζουν κάθε θαυμασμό, ανεξάρτητα αν κανείς πιστεύει ή όχι στο Θεό.
Εκτός του κτιριακού συνόλου, εντύπωση κάνει το ποτάμι που διασχίζει την πόλη, ο Δνείπερος (Dnieper), ο τρίτος μεγαλύτερος ποταμός στην Ευρώπη. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά (δύο στάσεις με το μετρό) βρίσκεσαι στην απέναντι όχθη, μακριά από τη βοή του κέντρου. Με το που κατεβαίνεις από την αποβάθρα, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα διαφορετικό κόσμο. Σε ένα ήσυχο περιβάλλον, με μεγάλες εκτάσεις πρασίνου (χαρακτηριστικό το πάρκο Hydropark) που καταλήγουν σε αμμουδιά (ναι αμμουδιά!), όπου οι ντόπιοι βουτάνε για μπάνιο. Στο μικρό νησάκι (Trukhaniv) που υπάρχει στη μέση του ποταμού υπάρχουν γήπεδα beach volley, μέχρι και οργανωμένο υπαίθριο γυμναστήριο. Εάν σκεφτείς βέβαια ότι «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», το περιβάλλον σου φαίνεται κάτι παραπάνω από σουρεαλιστικό.
Σημειωτέον ότι στις όχθες του ποταμού υπάρχουν αρκετές από τις καλύτερες ταβέρνες, κι ας μην περιλαμβάνονται στις λίστες των ταξιδιωτικών οδηγών. Καμία πολυτέλεια, με τα κουνούπια να κόβουν βόλτα, απολαμβάνεις αυτό που λέμε «τίμιο» και καλό φαγητό (δοκίμασα ψάρι σκουμπρί). Την ώρα μάλιστα που ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, η απόλυτη ηρεμία…Είμαι σίγουρος πάντως ότι τους καλοκαιρινούς μήνες θα υπάρχει εντονότερη ζωή.
Μιας και ανέφερα το μετρό, οι περισσότεροι σταθμοί του, όπως συνέβαινε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, βρίσκονται αρκετά μέτρα κάτω από τη γη. Η βαθύτερη αποβάθρα βρίσκεται στο σταθμό Arsenalna, 105,5 μέτρα υπογείως. Όταν στέκεσαι στην αρχή της σκάλας, δεν μπορείς να δεις πού καταλήγει. Η διαδρομή από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται σε τέτοιο χρόνο, που παρατήρησα ότι πολλοί διαβάζουν το βιβλίο τους ή την εφημερίδα τους!
Στην όχθη του ποταμού που βρίσκεται το κέντρο τώρα, η ευρύτερη περιοχή από το ατσάλινο άγαλμα της Μητέρας Πατρίδας (ψηλότερο ακόμα κι από το Αγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη), μέχρι και την Αψίδα της Φιλίας των Λαών, ένα από τα μνημεία της ύστερης κομμουνιστικής περιόδου, είναι ιδανική για περπάτημα και ποδηλασία. Το Πάρκο Mariyinsky στα μέσα της διαδρομής είναι κατ’ όνομα πάρκο. Πρόκειται στην ουσία για άλσος, μια καταπράσινη όαση δίπλα στο κέντρο της πόλης, που σε αναγκάζει να νοιώθεις θλίψη για την αντίστοιχη εικόνα των περισσοτέρων ελληνικών πόλεων όπου το τσιμέντο κυριαρχεί.
Συνεχίζοντας θα συναντήσει κανείς τη Γέφυρα των Ερωτευμένων (Bridge of Lovers), την περιοχή Andriyivski Uzviz με τα πέτρινα δρομάκια και πλήθος πλανόδιων καλλιτεχνών και πάγκων με δώρα και σουβενίρ (θυμίζει κάτι από Μονμάρτη) και θα φτάσει στο Podil. Η περιοχή αυτή ήταν γειτονιά ψαράδων και χειροτεχνών και έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα ώστε αξίζει κανείς να πάρει το τελεφερίκ με την αποκαλυπτική θέα προς το Δνείπερο και να την επισκεφθεί. Τέλος, η πλατεία Kontraktova με την αφετηρία των τραμ και των παλιών λεωφορείων, αποπνέει μια αύρα μποέμ.
Σε ότι αφορά την κουζίνα του τόπου και εκτός από το σκουμπρί που ανέφερα, δεν πρέπει να φύγει κανείς χωρίς να δοκιμάσει δύο πιάτα: τη σούπα μπορς και τα βαρένικι. Τα τελευταία είναι βραστά πιτάκια γεμισμένα με τυρί, κιμά ή μυρωδικά. Όσο για το μπορς, είναι μία κόκκινη σούπα με κύρια συστατικά το κόκκινο λάχανο, την ντομάτα και το παντζάρι. Οι Ουκρανοί λένε (και σε μένα αυτό είπαν) ότι είναι ουκρανικό φαγητό αλλά το ίδιο λένε και οι Ρώσοι και οι μισοί Ανατολικοευρωπαίοι. Είναι κάτι σαν τον …ελληνικό καφέ, που είναι ταυτόχρονα και τούρκικος, κυπριακός ή σερβικός. Όσο για το που θα φάει κανείς, καλύτερα να ακολουθήσει το ένστικτό του, αποφεύγοντας όποιο εστιατόριο έχει φωτογραφίες από τα φαγητά στον κατάλογό του.
◊ Άνθρωποι
Θα το πω όπως ακριβώς το ένιωσα: οι Ουκρανοί μοιάζει να μη χαμογελάνε ποτέ. Έχοντας την εμπειρία ταξιδιών στην Ανατολική Ευρώπη (Αρμενία, Γεωργία, Λευκορωσία, Πολωνία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία όπου ειδικά στις τρεις πρώτες χώρες οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά φιλικοί και ζεστοί), μπορώ να πω ότι ήταν κάτι που δεν περίμενα. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκα ήταν αφιλόξενοι και αγενείς. Ωστόσο υπήρχε κάτι το απότομο, το κοφτό, το «κρύο» σε κάθε κουβέντα. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που σου υποδεικνύουν ότι έχεις κάνει κάπου λάθος στην είσοδο της αποβάθρας του μετρό ή από το ότι μια οικογένεια επειδή δεν βρίσκει άλλο τραπέζι ελεύθερο στο εστιατόριο, σε ρωτάει με κάπως άκομψο τρόπο (και φυσικά στα ουκρανικά) πότε θα φύγεις για να περιμένει στις καρέκλες δίπλα σου και να καθήσει στη συνέχεια. Ακόμη και όταν προσπάθησα να βγάλω κάποιες φωτογραφίες από τους ανθρώπους που έπαιζαν σκάκι στο πάρκο, με την άδειά τους, η ενόχληση των περισσότερων ήταν χαρακτηριστική: «NO, photo no good»!
Δεν πιστεύω ότι τα χαρακτηριστικά ενός λαού είναι πάντοτε γραμμένα στο DNA (αν και για κάποιες ελληνικές συμπεριφορές τείνω να το αποδεχτώ) και έτσι προσπάθησα να αναζητήσω τους λόγους, στρεφόμενος στην ιστορία. Φρόντισα άλλωστε να επισκεφθω το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας και το Μνημείο της Γολοντομόρ, του Μεγάλου Λιμού της Ουκρανίας και να νιώσω την πληγωμένη ιστορία αυτής της χώρας. Ίσως να φταίει ο πόλεμος στα ανατολικά της και η έχθρα με τη Ρωσία, ίσως το φρέσκο σοβιετικό παρελθόν της, ίσως το γεγονός ότι ως έθνος και λαός αναζητούσε την ανεξαρτησία του, όντας κομμάτι, στην πορεία των χρόνων, της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί πάλι η «κρυάδα», να οφείλεται στο ότι η χώρα είναι κλεισμένη στον εαυτό της, αφού δεν υποδέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών, ενώ ελάχιστοι ντόπιοι μιλούν αγγλικά. Κάπου είχα διαβάσει επίσης ότι οι Ουκρανοί χαμογελούν μόνο όταν έχει λιακάδα. Ωστόσο, ακόμα και τις μέρες που αυτό συνέβαινε, μάταια περίμενα την αλλαγή στα πρόσωπά τους.
Εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι μιλώντας με έναν νεαρό Ουκρανό ξεναγό, με τον οποίο εξερεύνησα ένα παλιό καταφύγιο της σοβιετικής εποχής, έβλεπα την πρόθεσή του να φύγει αν μπορέσει από τη χώρα και να ζήσει στο εξωτερικό. «Δεν υπάρχει μέλλον για τους νέους», μου είπε. Φαίνεται ότι σχεδόν πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα της Πλατείας Ανεξαρτησίας (βλ. παραπάνω), οι Ουκρανοί είναι απογοητευμένοι και εξαντλημένοι. Η πορνεία έχει τα τελευταία χρόνια παρουσιάσει έξαρση, μετατρέποντας τη χώρα εντονότερα σε προορισμό για σεξοτουρισμό. Παράλληλα, η υποτίμηση του ουκρανικού νομίσματος (πράγμα που κάνει βέβαια πιο φτηνό το ταξίδι) έχει εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος και έχει εξανεμίσει τα εισοδήματα και φτωχοποιήσει τον πληθυσμό. Τελικά, όπου και να πας βλέπεις λίγο από Ελλάδα.
◊ Εμπειρίες
Γυρίζοντας εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, στο ποδόσφαιρο, πρέπει να πω ότι είχα φροντίσει ουσιαστικά να «σπάσω» το ταξίδι σε δύο, ας τα πούμε υπο-ταξίδια. Οι πρώτες ημέρες έπρεπε να μου δείξουν την πόλη όπως είναι στην καθημερινότητά της, πιο αυθεντική και «αμακιγιάριστη» όσο γίνεται από την αύρα του Τελικού που θα ακολουθούσε λίγες ημέρες μετά και γύρω από αυτόν θα «έχτιζα» το δεύτερο υπό-ταξίδι.
Από την Πέμπτη και μετά (ο Τελικός ήταν το Σάββατο) το Κίεβο πήρε χρώμα ποδοσφαιρικό και άκρως πολυπολιτισμικό. Σημείο αναφοράς ήταν η κεντρική αρτηρία της πόλης, η οδός Khreshchatyk, όπου στήθηκε το Champions League Festival, ένα μίνι-χωριό όπου υπήρχε γήπεδο 5×5, μπουτίκ, μουσική σκηνή, αίθουσες gallery με την ιστορία του θεσμού, παιχνίδια δρόμου και ξύλινα σπιτάκια που σέρβιραν «βρώμικο» και μπύρα. Στη μέση του Φεστιβάλ δέσποζε μέχρι το Σάββατο πρωί το τρόπαιο, η αναμονή όμως στην ουρά για να φωτογραφηθείς δίπλα του ξεπερνούσε τις δύο ώρες. Κάπου εκεί, την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ, άκουσα και ελληνικά, αφού πέτυχα τα μέλη του συνεργείου του OTE TV που είχε έρθει για τη μετάδοση και τα οποία δέχτηκαν με χαρά να βγάλουμε μια φωτογραφία.
Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνοντας στον Tελικό (χωρίς να έχω εισιτήριο για το γήπεδο, όσο και αν προσπάθησα, και χωρίς ελπίδα ότι θα βρω) είχα στο μυαλό μου ότι πρόκειται για ένα ποδοσφαιρικό γεγονός που θα προσελκύσει κόσμο κυρίως από τις χώρες των φιναλίστ (στην προκειμένη περίπτωση Άγγλων και Ισπανών), αλλά σε ένα βαθμό και από την υπόλοιπη Ευρώπη. Καθώς πηγαίναμε όμως προς το Σάββατο, είχα καταλάβει ότι είχα πέσει έξω. Σίγουρα οι Άγγλοι της Λίβερπουλ με τη γνωστή τρέλα τους για το ποδόσφαιρο, που άλλωστε οι ίδιοι «γέννησαν», κυριάρχησαν στο τοπίο με τον όγκο τους και τα συνθήματά τους. Από την Παρασκευή το απόγευμα και μετά έκαναν την εμφάνισή τους πιο έντονη, αν και λιγότερο θορυβώδη, και οι υποστηρικτές της Ρεάλ και έτσι ολοκληρώθηκε το παζλ της Αγγλο-Ισπανικής μονομαχίας.
Σε καμία περίπτωση όμως οι δύο ομάδες δεν μπόρεσαν να υπερνικήσουν την μεγάλη εικόνα και τα συναισθήματα που ένιωθες, όντας παρών στο μεγάλο αυτό αθλητικό γεγονός. Όσο υποψιασμένος και να ήμουν, σίγουρα δεν περίμενα ότι τα τελευταία δύο βράδια η πόλη θα μετατρέπονταν σε ένα μεγάλο Bar όπου καθένας δεν ντρέπονταν να καθήσει στο τραπέζι μαζί με αγνώστους και να αλληλοκεραστεί μπύρες συζητώντας για ποδόσφαιρο και άλλα πιο σημαντικά πράγματα. Κόσμος που κάθησα δίπλα του ή κάθησε δίπλα μου και είχε έρθει όχι μόνο από την Ευρώπη (Κύπρο, Πολωνία) αλλά από το Περού (αυτή την ώρα που γράφω βλέπω τον αγώνα της χώρας τους στο Μουντιάλ), την Αρμενία, την Ινδία, μέχρι και τη μακρινή Αυστραλία (μεταξύ αυτών και Έλληνες μετανάστες από τη Μελβούρνη που έμοιαζαν να είχαν τηλεμεταφερθεί από το σήριαλ «Είσαι το ταίρι μου») !! Χωρίς οι περισσότεροι να έχουν εισιτήριο για τον αγώνα ή να είναι φίλαθλοι των δύο ομάδων. Όπως έλεγε και ένας στίχος των Rage Against the Machine, «People would gather from all around to get down to the big sound». Και σε ένα χώρο που μπορούσες να κυκλοφορήσεις με όποια φανέλα ομάδας ήθελες (ακόμη και της Μπαρτσελόνα είδα) και να μην σε πειράξει κανείς. Τη στιγμή που στην Ελλάδα διοργανώνουμε τελικούς και είμαστε χαρούμενοι επειδή δεν είχαμε νεκρούς και οι τραυματίες ήταν μόνο δέκα !
Η μέρα του τελικού είχε φτάσει και είχα αποφασίσει να τον δω στη γιγαντοοθόνη που θα στήνονταν στην πλατεία Kontraktova. Πριν φτάσω εκεί όμως, θα πήγαινα στα σημεία συγκέντρωσης των φιλάθλων των δύο ομάδων (Fanzones). Της Ρεάλ ήταν κοντά στο διαμέρισμά μου και έτσι πήγα περπατώντας. Δεν θα μπω σε ποδοσφαιρική ανάλυση (και από σεβασμό στο γυναικείο φύλο, αρκετά τραβάει με το Μουντιάλ 🙂 ), αλλά, παρά τις ιαχές των Ισπανών, διέκρινες τον κορεσμό από τους τίτλους. Παίρνοντας το μετρό και πηγαίνοντας στο αντίστοιχο σημείο των Άγγλων, δεν έβλεπες σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο. Υπήρχε με μια λέξη δίψα, μόνο όμως μεταφορικά (για διάκριση), γιατί όλοι οι Άγγλοι είχαν σβήσει τη δίψα τους με δεκάδες μπουκάλια μπύρες. Το πάρκο Shevchenko (Ουκρανός ποιητής που δεν έχει σχέση με τον ποδοσφαιριστή) έμοιαζε με το Φαληράκι της Ρόδου.
Μετά την επίσκεψη στα «στρατόπεδα», κατευθύνθηκα στην πλατεία. Ο έλεγχος από την αστυνομία ήταν χρονοβόρος και εξονυχιστικός αλλά αυτό δεν έμοιαζε να ενοχλεί κανέναν. Η πλατεία είχε γεμίσει ασφυκτικά. Ήμουν τυχερός γιατί κάθησα ουσιαστικά μπροστά από την οθόνη, το μέγεθος της οποίας δεν είχα ξαναδεί άλλη φορά. Παρόλο που δεν ήμουν στο γήπεδο, ένιωθα σα να καθόμουν στις πρώτες θέσεις. Ο κόσμος μάλιστα φώναζε τόσο στην πλατεία, που δυσκολευόσουν να καταλάβεις αν αυτό που ακούς είναι ο φυσικός ήχος γύρω σου ή ο ήχος του γηπέδου που μεταδίδονταν μέσω των ηχείων. Σρο ματς δεν αξίζει να αναφερθεί κανείς ιδιαίτερα. Η Ρέαλ πήρε το τρόπαιο που της προσέφερε ο τερματοφύλακας της Λίβερπουλ και κάποιοι από τους οπαδούς της που ήταν δίπλα μου ξεσπούσαν σε κλάματα. Οι Ισπανοί αντίθετα ύψωναν και φέτος τις γροθιές τους.
‘Αλλη μια ποδοσφαιρική σεζόν για την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση της Ευρώπης είχε τελειώσει. Και όταν τελείωνε κάθε χρονιά, έκλεινα την τηλεόραση και πήγαινα για ύπνο. Αυτήν τη φορά είχα την ευτυχία να το ζήσω στο σημείο που γινόταν. Και τελείωσε με τον πιο παράδοξο αλλά όμορφο τρόπο. Είχα αγοράσει την προηγούμενη ένα μπλε κασκόλ με την ημερομηνία του Τελικού, το σήμα του Τσάμπιονς Λιγκ και τα ονόματα των ομάδων. Μέσα στο πλήθος ήρθε ένας Άγγλος με φανέλα της Λίβερπουλ και μοίραζε συγχαρητήρια σφίγγοντας το χέρι σε όσους έβλεπε με τα χρώματα της Ρεάλ. Το χρώμα του κασκόλ πιθανώς τον μπέρδεψε οπότε με συνεχάρη και εμένα χαμογελώντας, αλλά χωρίς να κρύψει την πίκρα του. Δεν είμαι φίλαθλος της Ρεάλ και δεν τη συμπαθώ ιδιαίτερα σαν ομάδα, όμως δέχτηκα τα συγχαρητήρια και τον ευχαρίστησα. Ήταν η τελευταία ουσιαστικά εικόνα από τη «γιορτή». Πήγα σπίτι, ήπια μια μπύρα ακόμα, κοιμήθηκα και την άλλη μέρα πήρα την πτήση της επιστροφής.
Σε πολλούς ίσως θεωρητικά δεν αρέσουν τα ταξίδια, και κάποιοι τα θεωρούν ταλαιπωρία. Το σίγουρο όμως είναι ότι κάθε ταξίδι σε αλλάζει. Το ταξίδι στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, τη χώρα με τη γαλαζο-κίτρινη σημαία, έχει περάσει στο στάδιο της αναπόλησης και απέκτησε το δικό του μερίδιο στην προαναφερθείσα αλλαγή. Όμως το ισχυρότερο ερέθισμα αυτού του ταξιδιού επέλεξα να μην το αναφέρω καν. Πρόκειται για την επίσκεψη στην αποκλεισμένη ζώνη του Τσερνόμπιλ (σε απόσταση 110 χλμ. από το Κίεβο), το μέρος στο οποίο συνέβη πριν από 32 χρόνια η μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτό όμως νομίζω δικαιούται μια ξεχωριστή ανάρτηση, που θα γίνει οσονούπω.
Καλή απόλαυση του Μουντιάλ και καλά ταξίδια !
Βασίλης (15.6.2018)
Τα φωτογραφικά κλικ
ΥΓ. Η Ρεάλ κατακτάει στο Κίεβο το τρίτο συνεχόμενο τρόπαιο.
Κοίτα να δεις που θα με κάνεις να θέλω να παω στην Ουκρανία αντι για την Κούβα που είχα προγραμματίσει 🙂
Μπράβο Βασίλη, keep up!
LikeLiked by 1 person
Ότι από τα δύο και να επιλέξεις, ο επόμενος προορισμός από αυτόν θα είναι πάντα ο καλύτερος 🙂
LikeLike
Μπράβο Βασίλη! Μου έδωσες την αίσθηση ότι ταξιδεύαμε μαζί και τα είχα ζήσει όλα αυτά !
LikeLiked by 1 person
Πολύ ωραία δουλειά. Μπράβο σου Βασίλη! Να μας ταξιδεύεις πιο συχνά..
LikeLiked by 1 person
Ωραία ταξίδια φιλαράκι.. και πολύ όμορφη μεταφορά τους.
LikeLiked by 1 person
Ωραία ιδέα Βασίλη! Καλή αρχή στο blog σου. Να ταξιδεύουμε μαζί σου σε ωραία μέρη!
LikeLiked by 1 person
[…] “ανοιχτή” στο κοινό από το 2011 και βρέθηκα για ένα ταξίδι μια εβδομάδας στο Κίεβο, δεν άφησα χαμένη την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τη […]
LikeLike
[…] ήδη γράψει για την Ουκρανία μαζί με το Τσερνόμπιλ, το Κόσοβο, την Αρμενία και το […]
LikeLike
[…] ήδη γράψει για την Ουκρανία μαζί με το Τσερνόμπιλ, το Κόσοβο, την Αρμενία και το […]
LikeLike
[…] Η ώρα ήταν 4.10 το πρωί όταν βρέθηκα με τον ‘Αντρας, τον επαγγελματία Ούγγρο φωτογράφο με τον οποίο είχαμε συνεννοηθεί από μέρες να ανέβουμε στους Λόφους της Βούδας. Από εκεί θα ήμασταν σε θέση, γύρω στις 5 να φωτογραφήσουμε τη δύση του φεγγαριού και την ανατολή του ηλίου στη βουβή εκείνη την ώρα πόλη. Παρά το πρωινό της ώρας και μιας και είχαμε να περπατήσουμε περίπου ένα τέταρτο από το σημείο που σταματήσαμε με το αυτοκίνητο, η κουβέντα ήταν ζωηρή και η διάθεση ευχάριστη. Όμως σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης τόσο με εκείνον όσο και με την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος που έμενα αλλά και με κάθε ντόπιο που συναναστράφηκα, η αίσθηση ήταν ίδια: ναι μεν άνθρωποι ευγενικοί και με διάθεση να εξυπηρετήσουν, αλλά κοιτούν να ανοίγονται στους ξένους, «τόσο…όσο», θυμίζοντας το παλαιότερο ταξίδι μου στην Ουκρανία. […]
LikeLike