Καλησπέρα!
Πριν από ένα μήνα και κάτι, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι τηλεοπτικοί σταθμοί, όπως κάθε χρόνο, προσπάθησαν να κρατήσουν παρέα στους τηλεθεατές στην αλλαγή του έτους. Παρά το γεγονός άλλωστε ότι μια μερίδα του κόσμου κατεβαίνει σε εορταστικές εκδηλώσεις σε πλατείες και ανοιχτούς χώρους, πιστεύω ότι το κατώφλι του νέου έτους βρίσκει τους περισσότερους στην οικογενειακή ζεστασιά του σπιτιού τους. Και επειδή εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση, σπάνια ταξιδεύω αυτές τις ημέρες.
Έτσι, οι πρώτες ώρες του 2019 πέρασαν με τα τραγούδια ενός εκ των αγαπημένων μου καλλιτεχνών, του Νίκου Παπάζογλου, που ξεχώρισε για την προσήλωσή του στη γνήσια λαϊκή και έντεχνη μουσική μας παράδοση. Τα μουσικά κομμάτια του Παπάζογλου είναι μάλιστα πάντοτε στη λίστα εκείνων που «ταξιδεύουν» στα μέρη που επισκέπτομαι, όταν η ανάγκη της εσωτερικής αναζήτησης χρειάζεται τη μουσική της υπόκρουση. Ακούγοντας λοιπόν τους ήχους των κρουστών και τη μελωδία του «Υδροχόου», το μυαλό ταξίδεψε στα νερά της Κασπίας όπου άκουγα το συγκεκριμένο τραγούδι. Ήταν η άκρη της Ευρώπης, το Αζερμπαϊτζάν, εκεί που βρέθηκα για ένα πενθήμερο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, αφού πρώτα μπήκα όχι στον…υδροχόο αλλά στο ένα μέσο μεταφοράς μετά το άλλο για να πετύχω το σκοπό μου.
Το ταξίδι προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η ταξιδιωτική εμπειρία στον Καύκασο, που ως φάρος χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία, αφού είχε προηγηθεί η επίσκεψη στη Γεωργία και στην Αρμενία. Η πτήση, όπως και στις δύο προηγούμενες φορές, είχε προορισμό το Κουταΐσι της Γεωργίας. Η άφιξη έγινε με καθυστέρηση και έτσι έπρεπε, αφού ταξιδέψω με λεωφορείο μέχρι την Τιφλίδα, να κατευθυνθώ γρήγορα στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Ευτυχώς τα κατάφερα και έτσι μπήκα στο σοβιετικής εποχής τρένο με προορισμό την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, το Μπακού. Μετά τη στάση για έλεγχο στα σύνορα των δύο χωρών ακολούθησε ύπνος στο όχι πιο βολικό για να κοιμηθεί κανείς κουπέ-κρεβάτι. Όμως η προσμονή ήταν μεγαλύτερη από την έλλειψη άνεσης και έτσι, μετά από δώδεκα ώρες, η εξερεύνηση του νέου αυτού τόπου ξεκινούσε.
◊ Τόπος
Το Αζερμπαϊτζάν των 8,5 εκατομμυρίων κατοίκων είναι μια χώρα που αποτελεί ένα ιδιαίτερο μείγμα αρχαίων ιστορικών αυτοκρατοριών και βρίσκεται στη σκιά της Οροσειράς του Καυκάσου. Αν δει κανείς ένα γεωφυσικό χάρτη, θα παρατηρήσει ότι ανάμεσα στη Μαύρη και την Κασπία Θάλασσα, τα βραχώδη και πανύψηλα αυτά όρη ορθώνονται ως φυσικό εμπόδιο στα δυτικά σύνορα της χώρας με τη Γεωργία και την Αρμενία. Όσο όμως η φύση αδίκησε τη χώρα σε αυτή τη μεριά, άλλο τόσο την αποζημίωσε στα ανατολικά, αφού της προσέφερε το αχανές υδάτινο μέτωπο της Κασπίας. Η χώρα συνορεύει επίσης με το Ιράν, τη Ρωσία καθώς και με την Τουρκία, μέσω της αυτόνομης περιοχής του Ναχιτσεβάν που βρίσκεται αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα.
Προτού καν ξεκινήσεις να περιηγηθείς στη χώρα και την πρωτεύουσά της, εύλογα γεννιέται η απορία: Σημαίνει κάτι η λέξη «Αζερμπαϊτζάν»; και γιατί συχνά οι ταξιδιωτικοί οδηγοί την αναφέρουν ως «η χώρα της φωτιάς»; Η ιστορία συνιστά μόνιμο και ασφαλές καταφύγιο για τέτοια ερωτήματα: η ρίζα της λέξης κρατάει από την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και προέρχεται από τον Ατροπάτη, Πέρση σατράπη της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Ο Ατροπάτης κυβέρνησε την περιοχή της Ατροπατάνης (ανήκει σήμερα στο Ιράν) και το όνομά του είναι ελληνική απόδοση παλαιότερου αρχαίου περσικού ονόματος, που είχε τη σημασία «ο προστατευμένος από την ιερή φλόγα». Πέραν όμως της ιστορίας και της μεταφυσικής, οι κάτοικοι πρόσεξαν στην πορεία των αιώνων τις φλόγες που ξεπηδούσαν από τα έγκατα της γης και τα πετρώματα της θάλασσας. Η έρευνα έδειξε ότι επρόκειτο για επιφανειακούς και σε μεγάλες ποσότητες εξορύξιμους θύλακες φυσικού αερίου και πετρελαίου. Να λοιπόν γιατί η χώρα ταυτίζεται με τη φωτιά!
Ξεκινώντας τη βόλτα στο Μπακού είναι αδύνατο να μην αναφερθείς πρώτα στο οχυρωμένο κέντρο της Παλιάς Πόλης (İçərişəhər). Πρόκειται για μία περιοχή που χρονολογείται από το 12ο αιώνα και έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO. Ίσως να ήταν έτσι σήμερα και η Θεσσαλονίκη, αν δεν κατεδαφίζονταν το θαλάσσιο και ένα μέρος του ανατολικού τείχους επειδή θεωρήθηκε ότι εμπόδιζε την ανάπτυξη της πόλης. Τα κτίρια και τα μουσεία που βρίσκονται εντός αυτών των τειχών είναι ακριβοθώρητα. Ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων: i) ο Πύργος της Παρθένου (Qız Qalası), αρχιτεκτονικό ορόσημο της πόλης. Στο εσωτερικό της οκταώροφης αυτής κατασκευής, μπορείτε να δείτε διάφορα λαογραφικά εκθέματα σχετικά με την ιστορία της πόλης. ii) Το Ανάκτορο των Σιρβανσάχ (Şırvanşahlar sarayı), ένα συγκρότημα παλατιών που κτίστηκε από το 13ο έως το 16ο αιώνα και στέγασε τους άρχοντες της αζερικής πρωτεύουσας. Δίπλα από το κυρίως κτίριο, αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Μαυσωλείο του ανακτόρου, το Τζαμί και τα περίφημα λουτρά του. iii) Το κτίριο του Μπουχάρα Καραβανσαράι (Bukhara Caravanserai), με τη μεγάλη κεντρική αυλή, όπου τα καραβάνια των εμπόρων σταματούσαν για ανάπαυση τη νύχτα (καθώς το Μπακού αποτελούσε περιφερειακό εμπορικό κέντρο για το δρόμο του μεταξιού) και όπου σήμερα υπάρχει πλήθος εστιατορίων και μαγαζιών με μικροαντικείμενα και χαλιά. Αξίζει επίσης να τονισθεί ότι η Παλιά Πόλη δεν έχει απλά μουσεία, αλλά είναι ένας ζωντανός ιστός, αφού ξενοδοχεία, χαμάμ, καταστήματα, καφέ, εστιατόρια αλλά και κατοικίες συνθέτουν το μικρόκοσμό της.
Έκτός των άνω τειχών, η εικόνα είναι διαφορετική. Οι μεγάλες λεωφόροι και τα κτίρια θυμίζουν αρκετά Ευρώπη. Η παραλιακή ζώνη (Baku Boulevard), μήκους περίπου 5,5 χλμ., είναι ένα από τα αγαπημένα μέρη συνάντησης των ντόπιων που έχουν την ευκαιρία να περπατήσουν δίπλα σε φροντισμένα πάρκα (Dənizkənarı Milli Park) και να πιουν το ρόφημά τους στα υπαίθρια καφέ. Η βόλτα μπορεί να ξεκινήσει δυτικά από τον παλιό τερματικό σταθμό των πλοίων, όπου βρίσκονται τα φαραωνικά κτίρια των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων. Ακολουθεί η Πλατεία Ελευθερίας (Azadlıq meydanı) με το μεγάλο σιντριβάνι στο κέντρο της και το επιβλητικό, σοβιετικής αρχιτεκτονικής, Κυβερνητικό Μέγαρο. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι μπροστά ακριβώς από το κτίριο γίνεται η εκκίνηση του Γκραν Πρι της Formula 1 που διεξάγεται φέτος για τέταρτη φορά στην πόλη.
Προσπερνώντας το εμπορικό κέντρο «Port Baku», συναντάμε το κτίριο του Κουκλοθέατρου που στέγαζε παλιά το καζίνο και φτάνουμε στη «Μικρή Βενετία», ένα μικρό τεχνητό δίκτυο καναλιών με γόνδολες, γονδολιέρηδες και μία αντίστοιχη γέφυρα των στεναγμών. Όλιγον κιτς αλλά παρ’ όλα αυτά σχετικά όμορφο μέρος που υποθέτω ότι το καλοκαίρι θα έχει αρκετή κίνηση. Η συνέχεια του περιπάτου θα μας βρει στο Μουσείο Χαλιών (Xalça Muzeyi), μοναδικό στο είδος του σε όλο τον κόσμο, όπου η ταπητουργική παράδοση του Αζερμπαϊτζάν προβάλλεται σε ένα εντυπωσιακό κτίριο σε σχήμα… διπλωμένου χαλιού! Φτάνοντας στο ανατολικό άκρο της παραλίας αντικρίζει κανείς την μεγάλη σημαία στην προκυμαία καθώς και τη Σάλα των Κρυστάλλων (Bakı Kristal Zalı), που φιλοξένησε πριν μερικά χρόνια το διαγωνισμό της Eurovision.
Η παραλιακή διαδρομή δεν θα είναι ολοκληρωμένη αν δεν ανεβούμε στο τελεφερίκ που οδηγεί στο υπερυψωμένο πάρκο Dagustu. Η θέα από αυτό το σημείο, ειδικά το σούρουπο, είναι ασύγκριτη. Εκεί βρίσκεται η «Λεωφόρος των Μαρτύρων» με τα μνημεία των πεσόντων Αζέρων που πολέμησαν τους Μπολσεβίκους και τους Αρμένιους το 1918, τους Σοβιετικούς το 1990 και τους Αρμένιους στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Από πίσω βρίσκονται οι τρεις ελικοειδείς ουρανοξύστες που φαίνονται σχεδόν από όλη την πόλη, οι Φλεγόμενοι Πύργοι (Alov Qüllələri). Με ύψος 190 μέτρα και φουτουριστική αρχιτεκτονική σχεδίαση που θυμίζει Ντουμπαϊ, χτίστηκαν το 2012 και στεγάζουν κυρίως πετρελαϊκές και αυτοκινητιστικές εταιρείες.
Πέραν της παραλίας και της παλιάς πόλης, το Μπακού έχει και το σύγχρονο αστικό ιστό του. Η πολυσύχναστη Πλατεία Συντριβανιών (Fevvareler Meydanı) βρίσκεται στην καρδιά αυτού και περιτριγυρίζεται από τον εμπορικότερο δρόμο της πόλης, Nizami, όπου τα παλιά ρώσικα αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε καταστήματα με επώνυμους οίκους μόδας. Πολύ κοντά στην παραπάνω οδό, βρίσκονται δύο από τα πιο αξιόλογα μουσεία που αξίζει να περάσει κανείς τις πύλες τους. Το πρώτο είναι το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας, που μέσα σε ένα αναγεννησιακό αρχοντικό, σε ταξιδεύει, με τα έργα τέχνης και τα κειμήλια, στην ιστορία της χώρας. Το δεύτερο ωστόσο, που μου έκανε και μεγαλύτερη εντύπωση, είναι το Μουσείο Αζερικής Λογοτεχνίας Nizami, προς τιμή του μεγάλου Αζέρου ποιητή Nizami Ganjavi. Το κτίριο είναι πραγματικά εκπληκτικό και η ξενάγηση προσφέρεται χωρίς καν να τη ζητήσεις. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν εκτός από κείμενα λογοτεχνίας, έργα ζωγραφικής και γλυπτά που σηματοδοτούν την ταυτότητα του Αζερμπαϊτζάν. Θα ήταν παράλειψη επίσης να μην αναφερθεί το Πολιτιστικό Κέντρο Heydar Aliyev, ένα μοντέρνο αρχιτεκτονικό έργο που περιλαμβάνει αίθουσα συναυλιών, συνεδριακό κέντρο και βιβλιοθήκη, και για τους ποδοσφαιρόφιλους, το Ολυμπιακό Στάδιο του Μπακού, χωρητικότητας σχεδόν 70.000 θεατών που μοιάζει σαν μια μικρή Allianz Arena και θα φιλοξενήσει το φετινό τελικό του Europa League.
Τα αξιοθέατα βέβαια δεν τελειώνουν στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Οι διαδρομές στις όχθες της Κασπίας αλλά και στην ενδοχώρα έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, γι’ αυτό και θα αναφερθώ ξεχωριστά σε αυτές παρακάτω.
◊ Άνθρωποι
Έχοντας γνωρίσει στα προηγούμενα ταξίδια τις ιδιαιτερότητες των λαών της περιοχής, τολμώ να πω ότι ο πήχης είχε ανέβει αρκετά ψηλά. Η Καυκάσια ζεστασιά, η φιλοξενία και η ανοιχτή καρδιά των ανθρώπων ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που περίμενα να συναντήσω. Οι τρεις ξεναγήσεις που πραγματοποίησα και οι πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τους ντόπιους ήταν αρκετές ώστε να πεισθώ ότι η πραγματικότητα έμελλε να με δικαιώσει και να ξεπεράσει τις προσδοκίες.
Η αζέρικη κοινωνία έχει επιρροές από τουλάχιστον τρεις κατευθύνσεις σε σημείο που και μόνο η επικοινωνία με τον κόσμο καθίσταται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η επιρροή από το γειτονικό Ιράν είναι έντονη. Αφορά τα γράμματα, τις τέχνες αλλά και την επικράτηση του Σιιτικού Ισλάμ ως κυρίαρχου θρησκεύματος από την περίοδο που η χώρα βρίσκονταν σε περσική κυριαρχία. Εξίσου σημαντική είναι και η επιρροή της Τουρκίας, τόσο στο φαγητό (χαρακτηριστικό το κιουνεφέ και ο μπακλαβάς -αν και διαφέρει λίγο από την Πολίτικη συνταγή-) όσο, κυρίως, στη γλώσσα, αφού τα αζέρικα είναι σχεδόν διάλεκτος των τουρκικών. Τέλος, η επί επτά δεκαετίες παραμονή στους κόλπους της Ε.Σ.Σ.Δ. δε θα μπορούσε να μην αφήσει τα ίχνη της. Το παρατηρείς στην όχι και τόσο θρησκευόμενη κοινωνία αλλά και στο μεταμοντέρνο σοβιετικό στυλ διοίκησης. Αρκεί να σκεφθείς ότι ο Πρόεδρος της χώρας εκλέγεται για επτά έτη και έχει δικαίωμα απεριόριστων θητειών. Ο σημερινός, Ιλχάμ Αλίεφ, βρίσκεται στην εξουσία για 16 χρόνια και διαδέχτηκε τον πατέρα του, Χεϊντάρ Αλίεφ ο οποίος κυβέρνησε για μια δεκαετία και έχει δώσει το όνομα του στο αεροδρόμιο, σε σταθμούς, δρόμους και θέατρα.
Πάντως η τριπλή αυτή επιρροή μπορεί να γίνει αντιληπτή στην απλότητά της στο τσάι, το οποίο αποτελεί ιεροτελεστία. Ζεσταίνεται συνήθως στο ρώσικο σαμοβάρι, σερβίρεται στο παραδοσιακό γυάλινο ποτηράκι όπως και στην Τουρκία και ακολουθείται η ιρανική παράδοση σύμφωνα με την οποία πρέπει να γευθείς πρώτα τον κύβο της ζάχαρης πριν το δυνατό τσάι ακουμπήσει τα χείλη σου.
Η συναναστροφή με τους Αζέρους αποκαλύπτει εκτός από τη φιλοξενία και την ευγένειά τους, δύο ακόμα πτυχές τους. Η πρώτη αφορά την εξωστρέφεια που χαρακτηρίζει, ειδικά τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να κινήσουν τη χώρα «προς τα εμπρός». Οι ίδιοι συναισθάνονται τη σημαντικότατη γεωπολιτική θέση της χώρας και την ανάδειξή της σε ανερχόμενο τουριστικό προορισμό. Ντύνονται σύμφωνα με τα κελεύσματα της μόδας, παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις και χρησιμοποιούν κατά κόρον το διαδίκτυο. Όπως μου είπαν χαρακτηριστικά, «προσπαθούμε να ανατρέψουμε την κοινωνική ηθική που σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη θέλει για παράδειγμα το γάμο ως μονόδρομο για τα νεαρά κορίτσια και αγόρια». Η χώρα και η κοινωνία αισθάνεσαι ότι βρίσκονται σε μετάβαση και νομίζω δε θα αργήσει η μέρα που οι νέοι θα τα καταφέρουν.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του κόσμου που μου έκανε εντύπωση είναι ο προβληματισμός τους σχετικά με το απρόσκοπτο της οικονομικής προόδου και κατά πόσο αυτή διαχέεται στους πολίτες. Δύο από τους ξεναγούς μού μιλούν σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Με τέτοιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, θα έπρεπε να ήμασταν σαν το Ντουμπάι». Πράγματι, πώς γίνεται μια χώρα που έχει εκτός των άλλων ανεπτυγμένη αλιεία, χαβιάρι, κτηνοτροφία, καλλιέργειες καπνού και σαφράν, να έχει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας, ειδικά εκτός της πρωτεύουσας; Πού πάνε τέλος πάντων τα χρήματα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου; Η απάντηση των ντόπιων δεν προκαλεί έκπληξη: «Συνήθως καταλήγουν στις τσέπες της ολιγαρχίας του Προέδρου». Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή, όπως οι ίδιοι μου ανέφεραν, ο κόσμος καταλήγει να ψηφίζει το ίδιο πρόσωπο, επειδή θεωρεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική! Η στρέβλωση της λογικής σε μια χώρα η οποία προσπαθεί να αλλάξει αλλά δυσκολεύεται να το κάνει με γοργούς ρυθμούς.
◊ Εμπειρία
Ένας από του μεγάλους Έλληνες ποιητές, ο Κωστής Παλαμάς, οραματίζεται σε ένα ποίημά του την ένωση του ανθρώπου με την Πατρίδα που ταυτίζεται με τα πρωταρχικά στοιχεία της φύσης. «Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων, σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων, θα σας ξανάβρω πρώτη και στερνή ευτυχία!…» Η σύνδεσή μας με τη φύση είναι θεμελιώδης και δεν πρέπει να την ξεχνάμε, ακόμη και αν, λόγω συνθηκών, έχουμε αποκοπεί από αυτήν. Αυτή η παραίνεση ακούστηκε ακόμα πιο επιτακτική τη στιγμή που ξεκίνησα, ένα χειμωνιάτικο πρωί, για να περιηγηθώ στη φύση της χερσονήσου του Αμπσερόν, μερικά χιλιόμετρα έξω από το Μπακού και να συναντήσω πράγματι αυτά τα τέσσερα στοιχεία της φύσης: αέρα, γη, νερό, φωτιά…
Με τον Joshgun βρεθήκαμε εύκολα στην παραλιακή λεωφόρο και ξεκινήσαμε το δρόμο μας. Η ξενάγηση φυσικά ήταν επί πληρωμή αλλά όπως είχα γράψει και στην προηγούμενη ανάρτηση, σε τέτοιες χώρες αισθάνεσαι σαν να πας εκδρομή με την παρέα σου. Πρώτος μας προορισμός, το Εθνικό πάρκο του Qobustan με τις αμέτρητες βραχογραφίες από τη νεολιθική εποχή, που βρίσκεται 64 χλμ. νότια από την πρωτεύουσα. Ο καιρός δεν μας έκανε το χατίρι, μιας και οι ισχυροί άνεμοι που πνέουν συνήθως στην περιοχή (το Μπακού χαρακτηρίζεται ως η «Πόλη των ανέμων») συνδυάστηκαν με μια αργή, βασανιστική βροχόπτωση.
Καθώς το αυτοκίνητο γράφει χιλιόμετρα, παρατηρώ από το παράθυρο τις αχανείς εκτάσεις με τα μηχανήματα άντλησης πετρελαίου. Το θέαμα για έναν Ευρωπαίο είναι πρωτόγνωρο. Όπως εδώ έχουμε τα χωράφια με τις καλλιέργειες, έτσι και εκεί βλέπεις ολόκληρες περιοχές, όπου οι αντλίες στέκουν η μία δίπλα στην άλλη. Μετά από μία ώρα, φτάνουμε στο οργανωμένο Μουσείο του Qobustan. Ο κακός καιρός έχει αποθαρρύνει την έλευση και των λίγων τουριστών αυτή την περίοδο και έτσι έχω τη δυνατότητα να μάθω με την ησυχία μου για τη γεωλογία της χώρας, το περιβάλλον και πώς αυτό επηρέασε τη ζωή των Αζέρων. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος όμως με τις βραχογραφίες, που βρίσκεται πίσω από το μουσείο, σε κάνει να αισθανθείς για λίγο ως ο φυσικός επίγονος των ανθρώπων που άφησαν τα ίχνη τους πριν από 40.000 περίπου χρόνια.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και συνεχίζουμε για τον επόμενο προορισμό, τα ενδιαφέροντα και ιδιόμορφα μνημεία της φωτιάς. Ο ναός των Ινδών ζωροάστρων προσκυνητών που ονομάζεται Ateshgah και μαζί με τα γύρω κελιά κατασκευάστηκε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα. Λίγα χιλιόμετρα πιο δίπλα βρίσκεται το Yanardag, ένα σημείο στο έδαφος απ’ όπου ξεπηδούν μέσα από το χώμα φλόγες εδώ και αιώνες ενώ εκλύεται φυσικό αέριο. Οι ντόπιοι το αναφέρουν ως «η αιώνια φωτιά».
Με το σκηνικό να είναι μυστηριακό, συνεχίζουμε για τον τελικό προορισμό, τα ηφαίστεια λάσπης. Η διαφορά με εκείνα που όλοι γνωρίζουμε είναι ότι από τη γήινη οπή τους δεν αναβλύζει λάβα, στάχτη ή πέτρες αλλά παχιά γκρίζα λάσπη η οποία αναμιγνύεται με το καυτό νερό και εκλύει μεθάνιο, διοξείδιο του άνθρακα και άζωτο. Στη διαδρομή τολμώ να ανοίξω κουβέντα για το θέμα ταμπού, τις σχέσεις της χώρας με την Αρμενία και τον χαμένο για τους Αζέρους πόλεμο του Ναγκόρνο-Καρμπάχ (1988-1994). Η εν λόγω περιοχή τέθηκε υπό τον έλεγχο των Αρμενίων, αν και θεωρείται de jure έδαφος του Αζερμπαϊτζάν. Έκτοτε, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν διακοπεί και τα σύνορα παραμένουν κλειστά. Η μόνη περίπτωση να συναντηθούν ένας Αρμένιος με έναν Αζέρο είναι στο εξωτερικό. Στην ερώτηση μου αν έχει δει ποτέ τον «εχθρό», ο οδηγός μου απαντάει θετικά. «Όταν σπούδαζα στη Λιθουανία, είχα γνωρίσει δύο Αρμένιους», μου λέει, κάνοντας ωστόσο την διευκρίνιση «We didn’t talk, obviously…» (φυσικά δε μιλήσαμε).
Συνεχίζοντας την κουβέντα για την κατάσταση της χώρας, βλέπω τις ατέλειωτες μάντρες στην άκρη του δρόμου που καλύπτουν φτωχόσπιτα χωρίς βασικές υποδομές και απλά καταδεικνύουν τη μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου. Την ίδια στιγμή μάλιστα συνειδητοποιώ ότι ακόμη και το οδόστρωμα που κινούμαστε φανερώνει το παραπάνω. Τα μοντέλα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας συνυπάρχουν ακόμη με τα σοβιετικά «λάντα» και «βόλγα».
Έχουμε φτάσει. Πριν προλάβω μάλιστα να κάνω την τελευταία σκέψη σταματάμε για να επιβιβαστούμε σε ένα μαύρο «λάντα» που χρησιμοποιείται ως ταξί, μιας και είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε αλλιώς την περιοχή. Αντιλαμβανόμενοι το εμπόδιο της λάσπης λόγω της συνεχούς βροχής, καταφεύγουμε, με τη βοήθεια του ευγενικού ταξιτζή, στο να φορέσουμε αυτοσχέδιες μπότες από σακούλες στα πόδια μας. Το ύψωμα όπου βρίσκονταν τα ηφαίστεια ορθώνεται μπροστά μας, τη στιγμή που δεν υπάρχει κανείς στην περιοχή. «Θα τα καταφέρουμε»; αναρωτιέμαι, καθώς ξεκινάω πολύ προσεκτικά την ανάβαση. Βήμα το βήμα και με μεγάλη προσοχή να κρατήσουμε την ισορροπία μας, και παρά τη λάσπη, το δυνατό αέρα και τη βροχή, φτάνουμε στην κορυφή.
Το τοπίο των ηφαιστείων σε συνδυασμό με την απουσία ανθρώπων μου θυμίζει ταυτόχρονα κινηματογραφική σκηνή από κάποιο φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ταινία επιστημονικής φαντασίας ή ακόμα καλύτερα εικόνες από τον… Άρη! Η δυσκολία στην κίνηση και ο αέρας δεν μας δίνει τη δυνατότητα να περπατήσουμε δίπλα σε όλες τις κορυφές των ηφαιστείων ούτε να τις περιεργαστούμε. Όμως ακόμα και έτσι, η στιγμή της απαθανάτισης μερικών από τις πιο παράδοξες εικόνες δια χειρός…της φύσης αρκεί. Είχα καταφέρει να ξεπεράσω τον αρχικό φόβο που δημιούργησε η φύση και αυτή με επιβράβευσε γενναιόδωρα στο τέλος. Κατεβαίνοντας από το λόφο, είχαμε και οι δύο λερωθεί, χωρίς όμως αυτό να μας νοιάζει, παρά το γεγονός ότι ο Joshgun έκανε πλάκα στον οδηγό του ταξί, ζητώντας του να μην μας βάλει έτσι μέσα.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για το δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκα ότι αυτή η χώρα με αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται διαρκώς σε μια άσκηση ισορροπίας, κατά τον τρόπο που εγώ κατάφερα να μην πέσω, να φτάσω στην κορυφή του λόφου και να πετύχω το στόχο μου. Ισορροπεί ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, προχωρά μπροστά χάρη στην οικονομική πρόοδο αλλά μένει πίσω εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτή δεν μοιράζεται εξίσου στους ανθρώπους της, συνδυάζει το σύγχρονο με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι ο ταξιδιώτης, φεύγοντας από αυτή τη χώρα, θα αισθανθεί ιδιαίτερα και ίσως, για να γυρίσω πίσω στον Παπάζογλου και να παραφράσω το στίχο ενός τραγουδιού του, σκεφτεί ότι η αισιοδοξία για τη ζωή … βρίσκεται στον όγδοο μήνα της.
Βασίλης (07.02.2019)
Τα φωτογραφικά κλικ
ΥΓ.1 Το τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου «Υδροχόος». Από το άλμπουμ «Μέσω Νεφών» (1986)
Στιχουργός: Μανώλης Ρασούλης
Συνθέτης: Νίκος Ξυδάκης
ΥΓ.2 Το Αζερμπαϊτζάν διαθέτει τα περισσότερα ηφαίστεια λάσπης από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Υπό κανονικές καιρικές συνθήκες, το παρακάτω βίντεο μαρτυρά την ομορφιά.
ΥΓ.3 Το blog θα συνεχίσει το ταξίδι του σε μια χώρα και ειδικά σε μια πόλη που στην ακμή της αποτελούσε το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο ολόκληρης της Αφρικής και μία από τις επιφανέστερες εστίες πολιτισμού του κόσμου.
[…] στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. στο Αζερμπαϊτζάν). Επειδή έτυχε μάλιστα να βρεθώ Παρασκευή στο κέντρο […]
LikeLike