(συνέχεια από το πρώτο μέρος)
Αν και η καταγραφή του τελευταίου κύματος μετανάστευσης που ξεκίνησε με την κρίση δεν είναι εύκολη, οι πρόσφατες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι πάνω από 5 εκατομμύρια πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων. Πρόκειται για τον λεγόμενο Ελληνισμό της Διασποράς, που αναμφίβολα έχει παίξει διαχρονικά σπουδαίο ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ελληνικού κόσμου.
Αυτή η νοητή προέκταση του Ελληνισμού πέρα από τα εθνικά σύνορα, δεν προέκυψε βέβαια τα τελευταία χρόνια. H ιστορία της έχει διάρκεια πολλών αιώνων με απώτερη αρχή της τη δεύτερη, τουλάχιστον, χιλιετία π.X.. Αρκεί κανείς να φέρει στη μνήμη του μια σειρά περιοχών στις οποίες ο Ελληνισμός μετοίκησε και δημιούργησε των … «Ελλήνων τις κοινότητες»: Κάτω Ιταλία, Σικελία, Μασσαλία, Βενετία, Βιέννη, Αίγυπτος, Μικρά Ασία, Εύξεινος Πόντος, Οδησσός, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Καναδάς, Γερμανία, Σουηδία, Αυστραλία… Είναι σχεδόν αδύνατο να μην έχεις κάποιον συγγενή, φίλο ή γνωστό που να ζει στο εξωτερικό.
Συνήθως ο δημόσιος λόγος γύρω από τον απόδημο Ελληνισμό επικεντρώνεται στο γεγονός ότι στην πορεία των αιώνων εξακολουθεί να συντηρεί από γενιά σε γενιά τις πνευματικές και συναισθηματικές του σχέσεις με τη χώρα καταγωγής του. Όμως, η δική μου σκέψη πηγαίνει παραπέρα. Πώς αυτοί οι σκορπισμένοι Έλληνες ενσωματώνονται στο καθημερινό γίγνεσθαι της χώρας υποδοχής; Πώς κατορθώνουν να έχουν την Ελλάδα με φωτεινά γράμματα στην καρδιά και το μυαλό τους, αλλά παράλληλα να δείχνουν αγάπη για τον τόπο όπου έστησαν το σπιτικό τους, γέννησαν τα παιδιά τους και έθαψαν τους γονείς τους; Για να το πούμε διαφορετικά, πώς κατάφεραν, αν το έπραξαν, να είναι σε ένα βαθμό κοσμοπολίτες;
Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί με τη λογική. Θα πρέπει να σου γεννηθούν συναισθήματα και μια πόλη σαν την Αλεξάνδρεια μπορεί να σου δώσει αυτή την ευκαιρία. Θα χρειαστεί λοιπόν να περπατήσεις όχι όμως στην πόλη του σήμερα, όπως αυτή παρουσιάστηκε στην προηγούμενη ανάρτηση, αλλά στην πόλη του χθες, στα ίχνη που άφησε η εκεί ελληνική παροικία, που αν και έχουν ξεθωριάσει, σε ακολουθούν παντού.
◊ Στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Biblioteca Alexandrina)
Πιάνοντας την αρχή του νήματος της ιστορίας, η βόλτα μου στο χθες ξεκίνησε από την αρχαία Αλεξάνδρεια και τον ιδρυτή της, ο οποίος παρακινούμενος από το δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη, εμπνεύστηκε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μία οικουμενική βιβλιοθήκη. Το όραμα ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο Πτολεμαίος ο Α’ με την καθοριστική συμβολή του Δημήτριου Φαληρέα, φιλοσόφου και πολιτικού της αρχαίας Αθήνας. Στα χρόνια της ακμής της, η Βιβλιοθήκη συγκέντρωνε πάνω από 500 χιλιάδες τόμους βιβλίων ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας, προτού καταστραφεί κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.
Σήμερα, η Βιβλιοθήκη αναβίωνει υπό την αιγίδα της Unesco και στέκει από το 2002 σε ένα εντυπωσιακό κτίριο κυκλικού σχήματος που γοητεύει τον επισκέπτη. Αφού στάθηκα στην προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο κέντρο του προαυλίου, μπήκα στον κύριο χώρο της Βιβλιοθήκης. Η ξενάγηση που πραγματοποιείται εντός ξεκινά από το άγαλμα του Φαληρέα (με την επιγραφή του ονόματός του γραμμένη και στα ελληνικά), και συνεχίζεται στη μεγάλη αίθουσα των 3.500 θέσεων μελέτης, στα θαυμάσια έργα τέχνης και στα αρχαία χειρόγραφα. Ακολούθως προχωρώ στους διαδρόμους με τα εκατοντάδες βιβλία (η Βιβλιοθήκη έχει συνολικά 8 εκατομμύρια τόμους) και επιστρέφω στην κεντρική αίθουσα όπου η εικόνα των νεαρών Αιγυπτίων να μελετούν μέσα στη γαλήνη αυτού του χώρου είναι μοναδική.
Και έτσι, με τη σκέψη στο γνωμικό του Σωκράτη ότι «υπάρχει μόνο ένα καλό, η γνώση, και ένα κακό, η άγνοια», συνεχίζω το ταξίδι μου.
◊ Στις ελληνικές γειτονιές και τα μαγαζιά της πόλης
Η διαδρομή από τη Βιβλιοθήκη προς το κέντρο της πόλης περνάει από τις γειτονιές όπου ζούσαν στο παρελθόν οι περισσότεροι Έλληνες Αιγυπτιώτες. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός των συμπατριωτών μας ανέρχονταν σχεδόν σε 200.000 και η συμβολή τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Αιγύπτου ήταν ιδιαίτερα σημαντική, αφού διακρίνονταν στο εμπόριο, τον τραπεζικό τομέα, τα γράμματα και τις τέχνες.
Η περιήγηση στην περιοχή με φέρνει αντιμέτωπο με τα σημάδια που άφησε η ελληνική παρουσία. Η πατίνα του χρόνου είναι εμφανής. Περίβλεπτα νεοκλασικά κτίρια Ελλήνων αρχιτεκτόνων και σκονισμένες, ενίοτε ξεφτισμένες, αλλά και πιο μοντέρνες πινακίδες-ονόματα ελληνικών μαγαζιών που λειτουργούν σήμερα ανάμεσα στα αραβικά μικρομάγαζα: «Ορφανίδης, Αργύρης, Παπαντώνης, Σοφιανόπουλος, Πελλεγρίνι και Ναούμ, Μανωλίδης, Τρίανον, Αθηναίος, Καλλιθέα…». Λίγα πλέον ανήκουν σε Έλληνες, αφού έχουν περάσει στα χέρια Αιγυπτίων που κράτησαν τα ελληνικά ονόματα.
Όταν μπήκα σε κάποια από αυτά τα μαγαζιά, το καφεζαχαροπλαστείο «Delice» και το εστιατόριο «Καλλιθέα», είχα την αίσθηση πως ο χρόνος γύρισε πίσω και έφερνε την αύρα μιας άλλης εποχής. Οι πίνακες στους τοίχους που απεικόνιζαν ελληνικά νησιά ήταν κομψοτεχνήματα, για τα οποία θα έμπαινα μόνο και μόνο για να τα παρατηρήσω. Τα έπιπλα, ειδικά οι πολυθρόνες, ήταν παλαιά αλλά διατηρημένα με φροντίδα και οι καρέκλες φαίνονταν ξυλόγλυπτες. Και όσο για το προσωπικό, έδειχνε με το παρουσιαστικό και τις κινήσεις του να δένει αρμονικά με το μπελ-επόκ σκηνικό. Όλοι οι μετρ ήταν ντυμένοι με γραβάτα και κοστούμι (έχω χρόνια να το δω στην Ελλάδα) που υποδήλωνε το σεβασμό στον πελάτη.
◊ Στο Ελληνικό Τετράγωνο του Σάτμπυ
Μετά τον καφέ και το γλυκό, ξεκίνησα να ψάχνω κάποιο μαγαζί με αιγυπτιακά έργα τέχνης προκειμένου να αγοράσω κάποιο αναμνηστικό, μέχρι που πρόσεξα μια βιτρίνα που είχε την επιγραφή «ελληνικό κατάστημα». Χωρίς να το σκεφθώ, άνοιξα την πόρτα, ερχόμενος έτσι σε επαφή για πρώτη φορά με την ελληνική κοινότητα, που σήμερα δεν αριθμεί πάνω από 1.000 μέλη. Οι ιδιοκτήτες, ένα μεσήλικο ζευγάρι που με τα ωραία ελληνικά τους με κατατόπισαν για το ελληνικό στοιχείο της πόλης, με κατηύθυναν στο Σάτμπυ, τη γειτονιά που αποτελεί την καρδιά της ελληνικής παροικίας.
Στο τετράγωνο του Σάτμπυ, όπως ονομάζεται από το σχήμα που νοητά διαγράφουν τα κτίρια, βρίσκονται τα σημαντικότερα κτίρια ελληνικού ενδιαφέροντος. Το Αβερώφειο Γυμνάσιο που διαθέτει αυτοτελές θέατρο (Αίθουσα Ιουλίας Σαλβάγου), το Τοσιτσαίο Δημοτικό Σχολείο, τα γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας – που ιδρύθηκε το 1843 -, το ελληνικό Προξενείο, η Κοινοτική Πρόνοια, το Προσκοπείο, το Γηροκομείο.
Εκτός από τα παραπάνω κτίρια, στη γωνία του Τετραγώνου, στην περιοχή Σωτέρ, ήξερα ότι υπήρχε το εντευκτήριο της «Αθλητικής Ένωσης Ελλήνων Αλεξανδρείας», το τελευταίο από τα λίγα στέκια του σύγχρονου αλεξανδρινού ελληνισμού. Προχώρησα προς την είσοδο και ο Αιγύπτιος επιστάτης ζήτησε να δει το διαβατήριό μου για να σιγουρευτεί ότι είμαι Έλληνας. Παρατηρώντας το χώρο, το βλέμμα μου έπεσε στις προτομές και τα ονόματα επιφανών ευεργετών που διακρίθηκαν στην ελληνική παροικία και στήριξαν την ελληνική παιδεία και τους αγώνες του έθνους. Με δωρεές του Αβέρωφ έγινε η αναμόρφωση του Παναθηναϊκού Σταδίου και κτίστηκε η Σχολή Ευελπίδων. Ο Μπενάκης χρηματοδότησε, μεταξύ άλλων το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, την Εθνική Πινακοθήκη και τη βιβλιοθήκη της Βουλής. Ο Τοσίτσας ενίσχυσε το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Βασσάνης έκτισε τη Ναυτική Σχολή Δοκίμων, ενώ ο Πέτρος Σιβιτανίδης την ομώνυμη σχολή (για την οποία έκανε η μνεία η Δήμητρα σε επεισόδιο των «Απαράδεκτων»).
Και ενώ έβλεπα τις επιγραφές, ακούστηκε μια φωνή από πιο μέσα, «Καλώς ήρθατε, περάστε». Ήταν ο κ. Κώστας, γύρω στα 45, γέννημα-θρέμμα και μόνιμος κάτοικος της Αλεξάνδρειας. Αργότερα ήρθε στην παρέα και ο κ. Μανώλης που ζει μόνιμα στην Αθήνα, αλλά επισκέπτεται συχνά τη γενέτειρά του. Αφού καθίσαμε και ήπιαμε έναν ελληνικό καφέ, συζητήσαμε για τον Ελληνισμό της πόλης την εποχή της άνθησης και της τωρινής κατάστασης αλλά και για τις εξελίξεις στις χώρες της Μέσης Ανατολής και στην πατρίδας μας σήμερα. Ο κ. Κώστας μου αναφέρει ότι στα σημερινά σχολεία της κοινότητας φοιτούν μόλις 54 παιδιά, αριθμός ελάχιστος σε σχέση με τα δικά του σχολικά χρόνια. Τα περισσότερα παιδιά, μου εξηγεί, είναι από μεικτούς γάμους Ορθοδόξων Ελλήνων και Αιγυπτίων Κοπτών (αυτόχθονες Χριστιανοί της Αιγύπτου που αποτελούν το 15-20 % περίπου του πληθυσμού). Την ώρα που μιλούσαμε, κάποια από αυτά τα παιδιά έπαιζαν στο γήπεδο, χαρούμενα για την αργία της Καθαράς Δευτέρας. Η όμορφη συζήτησή μας τελείωσε, καθώς περπατούσαμε στα κτίρια της Κοινότητας, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή.
Δεν ξέρω πώς μπορεί να διαβαστεί, αλλά θα το πω όπως το ένιωσα φεύγοντας από εκείνο το χώρο. Αυτοί οι Έλληνες που ρίζωσαν και έζησαν σε αυτόν τον τόπο, χαρακτηρίζονται από μια διαφορετική ποιότητα. Έχουν την ευγένεια, το ήθος, την κουλτούρα και την ευρυμάθεια κάποιου που μπορεί να χαρακτηριστεί «αρχοντικός». Ακόμη και αν ο χρόνος καταπιεί τα μισοάδεια κτίρια, ο πολιτισμός αυτός θα παραμείνει στις θύμησες αυτών των ανθρώπων που θα τις κουβαλούν στην ψυχή τους και θα τις μεταδώσουν στους απογόνους τους. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά ασφαλώς δεν είναι επίκτητα, δεν προέκυψαν από τύχη, αλλά κληροδοτήθηκαν από τους προγόνους τους, που έφτασαν πρώτοι σε αυτήν τη γη. Έπρεπε λοιπόν να πάω στα Κοιμητήρια! Και επέλεξα να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο με εκείνους που «κατοικούν» εκεί, να προηγηθεί δηλαδή πρώτα η Εκκλησία και μετά η «κατοικία».
◊ Στα Κοιμητήρια της Ελληνικής Κοινότητας και το Πατριαρχείο
Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έχει μακρά ιστορία καθώς ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, και λειτουργεί αδιαλείπτως ως σήμερα. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής είναι το δεύτερο τη τάξει Πατριαρχείο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έχει στη δικαιοδοσία του ολόκληρη τη Μαύρη Ήπειρο, ενώ διακρίνεται για το ιεραποστολικό του έργο.
Στην περιοχή όπου βρίσκεται το Πατριαρχείο, δεσπόζει ο Ναός του Αγίου Σάββα. Πριν γίνει χώρος χριστιανικής λατρείας, ήταν ναός αφιερωμένος στον θεό Μίθρα ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες στον θεό Απόλλωνα. Καθιερώθηκε με αυτοκρατορική άδεια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως χριστιανικός ναός, αφιερωμένος στον Ευαγγελιστή Μάρκο περί τα έτη 318-320 μ.Χ.
Αφού άφησα με ευλάβεια τον Άγιο Σάββα, προχώρησα προς την περιοχή όπου βρίσκονταν τα δύο κοιμητήρια της Ελληνικής Κοινότητας. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, όπως κάθε δρόμος που οδηγεί στην τελευταία κατοικία των ανθρώπων. Στάθηκα στην πόρτα, καθώς η φιγούρα ενός επιστάτη που κρατούσε τα εργαλεία και το καπέλο του, πλησίαζε προς το μέρος μου. Μόλις του εξήγησα ότι είμαι Έλληνας και ήθελα να δω τα νεκροταφεία, άρχισε να μιλά ελληνικά! Ανέφερα ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη και με ρώτησε αν είμαι ΠΑΟΚ (αν και απάντησα αρνητικά, ας αναφέρω τη στιχομυθία για την ομάδα της Θεσσαλονίκης που σήμερα κατακτά το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου 🙂 ). «Μπορώ να βγάλω φωτογραφίες;» ρώτησα, «Εφόσον είσαι Έλληνας, όσες θέλεις». Θα πει κανείς βέβαια, τι το ιδιαίτερο έχει ένα νεκροταφείο για να το απαθανατίσεις; Κι όμως! Κάποιοι από αυτούς τους τάφους και τα γλυπτά που βρίσκονται δίπλα τους είναι πραγματικά έργα τέχνης, αξιοθέατα απαράμιλλης ομορφιάς που μου προξένησαν θαυμασμό. Όχι μόνο για την καλλιτεχνική τους αξία, αλλά και για το πως οι άνθρωποι έδειχναν με αυτόν τον τρόπο τη στοργή και αγάπη για τη χώρα καταγωγής τους.
Και όντας σε νεκροταφείο, σκέφτηκα μία από τις πιο απλές αλήθειες της ζωής, ότι όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο θάνατο. Μετά θάνατον όμως; Εκεί υπάρχει μόνον η δόξα, η υστεροφημία που αποκτά κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Και πόση μεγαλύτερη υστεροφημία να μπορέσει να υπάρξει για το μεγάλο μας ποιητή Κ.Π. Καβάφη, στον οικογενειακό τάφο του οποίου στεκόμουν;
◊ Στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη
Το πρωί της επόμενης ημέρας είχα προγραμματίσει να επισκεφθώ το σπίτι του, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Βρίσκεται στα ενδότερα της πόλης και σε απόσταση από την παραλία. Αν και είχα τη διεύθυνση, ρώτησα δύο περαστικούς για να σιγουρευτώ και εκείνοι ζήτησαν να τους πω αν είμαι από την Ελλάδα. Η απορία τους ήταν εύλογη, μιας και έβλεπαν ότι η επίσκεψη στο σπίτι του Καβάφη για όλους τους Έλληνες που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια λαμβάνει κατά κάποιον τρόπο προσκυνηματικό χαρακτήρα. Ίσως γιατί είναι αυτός που όλοι έχουμε διαβάσει και πει στίχους του («Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,….αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις…., και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους;…..σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλεός….Τιμή σ’ εκείνους που φυλάσσουν Θερμοπύλες»…κ.α.), ακόμη και χωρίς να γνωρίζουμε το συγκείμενο (το context που λέμε στα αγγλικά). Ίσως γιατί γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν ποιητή που έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, κατάφερε να κερδίσει το τρόπαιο της διαχρονικότητας και να γνωρίσει μια παγκόσμια αποδοχή, μοναδική για σύγχρονο Έλληνα λογοτέχνη.
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια, την πόλη που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Αλεξανδρινός». Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία ως έμμισθος υπάλληλος στο Yπουργείο Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου.
Ο Καβάφης αποδείχθηκε πρωτοπόρος στη σύγχρονη ποίηση, με το προσωπικό, δραματικό, και αφηγηματικό του ύφος και την ιδιάζουσα θεματολογία των ποιημάτων του. Παρουσίασε πρωτότυπα αισθητικά και εκφραστικά ευρήματα, και άνοιξε νέους θεματικούς ορίζοντες με τα αυτοβιογραφικά, ιστορικά, ηδονικά και φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματά του. Το σώμα των ποιημάτων του περιλαμβάνει: 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), 37 Αποκηρυγμένα ποιήματα, τα περισσότερα σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αποκήρυξε, 75 Ανέκδοτα, δηλαδή ποιήματα που βρέθηκαν ολοκληρωμένα στα χαρτιά του, καθώς και 30 Ατελή, που βρέθηκαν χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Σύνολο 247 ποιήματα, αριθμός δυσανάλογος με την επίδραση και την απήχηση που γνώρισαν.
Η περιήγηση στο σπίτι του ποιητή όπου έζησε τα τελευταία 26 χρόνια της ζωής του είναι από μόνη της ένα ταξίδι μέσα στο όλο ταξίδι. Ένα διαμέρισμα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα έχει τα έπιπλα του, την προσωπική του βιβλιοθήκη, σπάνιο βιβλιογραφικό υλικό, μεταφράσεις, χειρόγραφα, άρθρα, κειμήλια και πορτρέτα. Αυτά είναι η απτή ύλη που αγγίζεις και βλέπεις στο Μουσείο. Αυτό που δεν μπορείς να δεις αλλά το αισθάνεσαι έντονα είναι η αύρα του πνεύματος και της τέχνης, το γεγονός ότι δρασκελίζεις στα δωμάτια όπου εμπνεύστηκε ο λόγος του ποιητή για να εμπνεύσει μετά εμάς.
Φτάνει να μπορείς να καταλάβεις πως η ποίηση δεν σχετίζεται με «αυτό που θέλει να πει ο ποιητής» όπως μαθαίναμε στα σχολικά θρανία, αλλά με αυτό που εσύ νιώθεις διαβάζοντας ποιήματα. Πρέπει βέβαια να έχεις μεστώσει, να έχεις βρει τον εαυτό σου. Η ποίηση και ειδικά αυτή του Καβάφη δεν είναι μάλλον για έφηβους και πολύ νέους. Εγώ την ανακάλυψα και την εκτίμησα πριν από λίγα χρόνια. Και τα διδάγματα της ήταν και είναι πολλά. Μεταξύ άλλων, για το φόβο που δεν παύει να είναι πλάνη του εγκεφάλου – αυτό ισχύει και για τα ταξίδια – («Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου»), για την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο χρόνο που χάνει στιγμές χωρίς να τις εκμεταλλευτεί στο έπακρον («Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια»), για τον έπαινο του πρώτου σταθμού και κάθε προσπάθειας («Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα»).
Με τα διδάγματα αυτά – αλλά και πολλά άλλα- στο μυαλό κατάλαβα, ειδικά τη στιγμή που υπέγραψα στο βιβλίο επισκεπτών του Μουσείου και έκλεισα την πόρτα του, ότι δεν είναι τυχαίο που ο Καβάφης κατάφερε να είναι πλέον ένα πεδίο πολιτιστικής δράσης που φτάνει πέρα από την ποίηση, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στο χορό στη γλυπτική, στη μουσική. Ανήκει σε όλες τις τέχνες και σε καμία. Διαχύθηκε παντού, σε βαθμό που μάλλον κανένας άλλος Έλληνας των γραμμάτων και των τεχνών δεν κατάφερε να προσεγγίσει.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι, θα πρέπει να τοποθετήσουμε τον Καβάφη όχι ως μοναδικό πρωταγωνιστή της Αλεξάνδρειας του πνεύματος, αλλά ως σολίστ. Γύρω του, στην πορεία των χρόνων, υπάρχουν σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού και των τεχνών που είτε γεννήθηκαν είτε έζησαν στην αιγυπτιακή πόλη. Αξίζει να αναφέρουμε τους σημαντικότερους: Υπατία η Αλεξανδρινή, Πηνελόπη Δέλτα, Κωνσταντίνος Παρθένης, Αλέξανδρος Ιόλας, Μάνος Λοϊζος, Στρατής Τσίρκας, Ευγενία Φακίνου, Νίκος Τσιφόρος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Περράκης, Ντέμης Ρούσος, Ζωρζ Μουστακί, Δάκης, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Δήμητρα Παπαδοπούλου κ.α.. Όλοι τους ξεκίνησαν με σημείο αναφοράς τον κοσμοπολιτισμό της Αλεξάνδρειας. Έχοντας λοιπόν στο μυαλό αυτό, προχώρησα προς τον τελευταίο προς επίσκεψη τόπο.
◊ Στους Κήπους και τη Βίλα Αντωνίαδη
Ο κήπος και η έπαυλη του εκ Λήμνου πλούσιου Έλληνα τραπεζίτη Σερ Τζων Αντωνιάδη είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό σημείο που απεικονίζει την ακμή αλλά και την παρακμή της ελληνικής παροικίας. Ο Αντωνιάδης έχτισε το 1860 την εντυπωσιακή εξοχική του κατοικία, η οποία σχεδιάστηκε ως μικρογραφία του ανακτόρου των Βερσαλλιών και φιλοξενούσε κατά καιρούς προσωπικότητες της οικονομικής και κοινωνικής ελίτ της πόλης. Ο Κήπος δημιουργήθηκε δίπλα στην ‘Επαυλη, είχε έκταση 478 στρέμματα και στέγασε τη συλλογή μαρμάρινων μνημείων ελληνικής τεχνοτροπίας μέσα σε τροπική βλάστηση.
Τα βήματα μου στον Κήπο ήταν χρονικά η τελευταία ταξιδιωτική μου εμπειρία από την πόλη. Το ταξί σταμάτησε στην είσοδο. Κατέβηκα και ξεκίνησα να περπατάω δίπλα σε αρχαιοελληνικά αγάλματα αλλά και αγάλματα διάσημων ανδρών, όπως του Νέλσονα, του Μαγγελάνου, του Βάσκο ντα Γκάμα, του Κολόμβου. Η Ελλάδα δίπλα στους μεγάλους μυθικούς εξερευνητές, σκέφθηκα. Αμέσως αισθάνθηκα ότι το μέρος φανερώνει τα ίχνη της αριστοκρατίας που κάποτε έμενε εδώ, έζησε με μεγαλεία, δόξα και τιμή και σήμερα απουσιάζει. Ακριβώς ό,τι μπορεί να ειπωθεί σε ένα βαθμό και για την ιστορία της ελληνικής παροικίας, που παρά ταύτα επιμένει και «φυλάει Θερμοπύλες».
◊ Επίλογος
Έχει περάσει μισός και πλέον αιώνας από τον εκτοπισμό της πάλαι ποτέ ακμάζουσας ελληνικής παροικίας, ωστόσο τα παραπάνω σημάδια παραμένουν ανεξίτηλα. Έτσι, είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον στα χρόνια που θα ζήσουμε, όσο και αν το λαμπρό κοσμοπολίτικο παρελθόν έχει ξεθωριάσει, η πόλη που ίδρυσε ο μεγάλος στρατηλάτης θα συνεχίσει να γοητεύει.
Εξελίσσεται στο σήμερα με τον κυρίαρχο ισλαμικό χαρακτήρα, τους ανθρώπους της γειτονιάς, τη μυρωδιά των μπαχαρικών, τους μανάβηδες, την πολυκοσμία, τα καφενεδάκια. Μα αντλεί δύναμη από το παρελθόν της, από το μείγμα εκείνων των πολιτισμών, με προεξέχοντα τον ελληνικό, που διαμόρφωνε μια ατμόσφαιρα μαγείας. Την ίδια μαγεία που υπάρχει και σήμερα για τον ταξιδιώτη «που αξιώθηκε μια τέτοια πόλη», η οποία και «θα τον ακολουθεί», όπως θα έλεγε ο ποιητής. Και δανειζόμενος το παραινετικό του ύφος θα σας συμβουλεύσω να πάτε οπωσδήποτε. Και αν με το καλό το κάνετε και σας ρωτήσουν τις εντυπώσεις σας από τα αξιοθέατα, πείτε τους ότι στην Αλεξάνδρεια πρώτα νιώθεις και μετά βλέπεις.
Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση σε όλους!
Βασίλης (21.04.2019)
Τα φωτογραφικά κλικ
ΥΓ.1 Η πιο χαρακτηριστική μουσική δημιουργία με θέμα την Αλεξάνδρεια:
Αλεξάνδρεια – Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα, Στίχοι: Άρης Δαβαράκης
Ερμηνεία: Γιάννης Κότσιρας
Το ίδιο τραγούδι σε ερμηνεία της Άλκηστις Πρωτοψάλτη:
ΥΓ.2 Ένα εξαιρετικό καλογυρισμένο ντοκιμαντέρ του Al Jazeera για την Ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας.
ΥΓ.3 Για τη ζωή και το έργο του Καβάφη, το υλικό είναι ανεξάντλητο. Μια κύρια πηγή πληροφοριών αλλά και ανάγνωσης των ποιημάτων είναι ο επίσημος διαδικτυακός τόπος του Αρχείου Καβάφη που περιήλθε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012.
https://www.onassis.org/el/initiatives/cavafy-archive
ΥΓ.4 Απαγγελίες ποιημάτων του Καβάφη έχουν γίνει επίσης πάρα πολλές. Θα σημειώσω μονάχα τρεις. Η πρώτη στα ελληνικά, του Έλληνα συγγραφέα και κριτικού της λογοτεχνίας Ρένου Αποστολίδη, η οποία λαμβάνει χώρα το 1995 στο σπίτι του Καβάφη.
Και για να φανεί και η οικουμενικότητα του ποιητή, η δεύτερη στα αγγλικά από τον Σων Κόννερι σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου και η τρίτη στα γερμανικά από τον ηθοποιό Σεμπάστιαν Κοχ:
ΥΓ.5 Το απόσπασμα των «Απαράδεκτων» με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου (γεννημένη στην Αλεξάνδρεια) για τη Σιβιτανίδειο Σχολή είναι το παρακάτω:
ΥΓ.6 Το blog θα επιστρέψει μετά το Πάσχα καταγράφοντας το πρόσφατο ταξίδι του στην κοντινότερη οδικώς πρωτεύουσα, τα γειτονικά Σκόπια.
[…] (συνεχίζεται στο Β’ μέρος) […]
LikeLike